ανήκω

ανήκω
(тк ενεστ. и ηαρατ.) αμετ.
1) принадлежать (кому-л.);

δεν ανήκει σε μένα ( — или εις εμέ) αυτό — это не принад- лежит мне;

2) принадлежать, относиться (к чему-л.);

δεν ανήκω σε κανένα κόμμα — я не принадлежу ни к какой партии;

3) απρόσ. следует, подобает;

σε μένα ( — или εις εμέ) ανήκει να... — мне следует..., я должен...;

γ αυτό ανήκει στο παρελθόν (στο μέλλον) — это дело прошлое (будущего)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανήκω" в других словарях:

  • ανήκω — ανήκω, ανήκα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανήκω — και πρτ. ανήκα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. είμαι κτήμα κάποιου: Το σπίτι αυτό ανήκει σε μένα. 2. είμαι αντικείμενο δικαιώματος ή ευθύνης κάποιου: Πίστευε πως ανήκε πρώτα στην πατρίδα κι ύστερα στην οικογένειά του. 3. ανάγομαι, αναφέρομαι: Αυτά πια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνήκω — ἀ̱νήκω , ἀνέω perf subj act 1st sg (doric aeolic) ἀνήκοος without hearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνήκω to have come up to pres subj act 1st sg ἀνήκω to have come up to pres ind act 1st sg ἀνίημι send up aor ind mid 2nd sg ἀνίημι send up… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήκω — (Α ἀνήκω) [ήκω] 1. είμαι κτήμα, ιδιοκτησία, εξάρτημα κάποιου 2. έχω σχέση, αναφέρομαι κάπου ή σε κάτι 3. είμαι κατάλληλος, αρμόζω, ταιριάζω αρχ. 1. φθάνω σε ένα σημείο, σε κάποιο ύψος, ανεβαίνω 2. (για πράγματα) καταντώ, καταλήγω κάπου, σημαίνω… …   Dictionary of Greek

  • ἀνῆκον — ἀνήκω to have come up to imperf ind act 3rd pl ἀνήκω to have come up to imperf ind act 1st sg ἀνήκω to have come up to pres part act masc voc sg ἀνήκω to have come up to pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρθενεύω — ανήκω σε κάποιον («από το σπίτι σού απαρθενεύει το μισό». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. appartenere «ανήκω» (πρβλ. και γαλλ. appartenir) με παρετυμολογική σύνδεση προς το παρθένος, α] …   Dictionary of Greek

  • ἀνηκόντων — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut gen pl ἀνήκω to have come up to pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκοντα — ἀνήκω to have come up to pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνήκω to have come up to pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκοντι — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut dat sg ἀνήκω to have come up to pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκουσι — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνήκω to have come up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκουσιν — ἀνήκω to have come up to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνήκω to have come up to pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»